- διακόρευση
- η (Α διακόρευσις και διακόρησις) [διακορεύω]η ρήξη τού παρθενικού υμένα, το ξεπαρθένεμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διακόρευση — η η παρθενοφθορία, το ξεπαρθένεμα κοριτσιού: Τον κατηγόρησε για τη διακόρευσή της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιδοιοκολπίτιδα — Φλεγμονή που παρουσιάζεται στο αιδοίο (αιδοιίτιδα) και επεκτείνεται στον κόλπο (κολπίτιδα), ή αντίθετα. Μπορεί επίσης να προσβάλλει τη μήτρα (μητρίτιδα) και τις σάλπιγγες (σαλπιγγίτιδα). Κυριότερη αιτία για την εμφάνιση της πάθησης αυτής είναι η… … Dictionary of Greek
ατίμασμα — το [ατιμάζω] 1. ατίμωση, περιφρόνηση 2. βιασμός, διακόρευση … Dictionary of Greek
διακόρησις — ( εως), η (Α) [διακορώ] διακόρευση … Dictionary of Greek
διαπαρθένευση — η (Α διαπαρθένευσις, εως) [διαπαρθενεύω] διακόρευση … Dictionary of Greek
εκπαρθένευση — η διακόρευση … Dictionary of Greek
ξεπαρθένεμα — το [ξεπαρθενεύω] ρήξη τού παρθενικού υμένα, διακόρευση … Dictionary of Greek
παρθενορραφή — η η ραφή τού παρθενικού υμένα έπειτα από διακόρευση … Dictionary of Greek
παρθενοφθορία — η, ΝΜ η φθορά τής παρθενίας, διακόρευση παρθένου μσν. (στο Βυζάντιο) φόρος τον οποίο κατέβαλλαν οι νυμφευόμενοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + φθορία (< φθόρος < φθείρω)] … Dictionary of Greek
φθορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φθορή Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φθείρω, βαθμιαία καταστροφή, βαθμιαίος αφανισμός 2. απώλεια, βλάβη, ζημιά (α. «ο στρατός μας προξένησε μεγάλη φθορά στους εχθρούς» β. «ἐκφορίου ἀρταβῶν Χ ἀνυπολόγου πάσης φθορᾱς»,… … Dictionary of Greek